- διαφωτίζω
- διαφωτίζω, διαφώτισα βλ. πίν. 33
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
διαφωτίζω — (ΑΝ) 1. φωτίζω εντελώς 2. πληροφορώ με σαφήνεια, διευκρινίζω νεοελλ. απαλλάσσω από την πλάνη τών προλήψεων αρχ. 1. (για τον ήλιο) φωτίζω ανατέλλοντας 2. αποκαθαίρω («πολλῷ δ ἀγώνι και βίᾳ διαφωτίσας τὸν τόπον», Πλούτ.) … Dictionary of Greek
διαφωτίζω — διαφώτισα, διαφωτίστηκα, διαφωτισμένος, αποκαλύπτω την αλήθεια, ενημερώνω σωστά: Με διαφώτισες πραγματικά για το χαρακτήρα του … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
διαφωτιζόντων — διαφωτίζω enlighten pres part act masc/neut gen pl διαφωτίζω enlighten pres imperat act 3rd pl διαφωτίζω enlighten pres part act masc/neut gen pl διαφωτίζω enlighten pres imperat act 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαφωτίζει — διαφωτίζω enlighten pres ind mp 2nd sg διαφωτίζω enlighten pres ind act 3rd sg διαφωτίζω enlighten pres ind mp 2nd sg διαφωτίζω enlighten pres ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαφωτίζον — διαφωτίζω enlighten pres part act masc voc sg διαφωτίζω enlighten pres part act neut nom/voc/acc sg διαφωτίζω enlighten pres part act masc voc sg διαφωτίζω enlighten pres part act neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαφωτίζοντα — διαφωτίζω enlighten pres part act neut nom/voc/acc pl διαφωτίζω enlighten pres part act masc acc sg διαφωτίζω enlighten pres part act neut nom/voc/acc pl διαφωτίζω enlighten pres part act masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαφωτίζουσι — διαφωτίζω enlighten pres part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) διαφωτίζω enlighten pres ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) διαφωτίζω enlighten pres part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) διαφωτίζω enlighten pres ind… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαφωτίσαι — διαφωτίζω enlighten aor inf act διαφωτίσαῑ , διαφωτίζω enlighten aor opt act 3rd sg διαφωτίζω enlighten aor inf act διαφωτίσαῑ , διαφωτίζω enlighten aor opt act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαφωτίσομεν — διαφωτίζω enlighten aor subj act 1st pl (epic) διαφωτίζω enlighten fut ind act 1st pl διαφωτίζω enlighten aor subj act 1st pl (epic) διαφωτίζω enlighten fut ind act 1st pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαφωτισθείσης — διαφωτίζω enlighten aor part pass fem gen sg (attic epic ionic) διαφωτίζω enlighten aor part pass fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)